περιλύω

περιλύω
περί-ἰλύω
cover with slime
pres subj act 1st sg
περί-ἰλύω
cover with slime
pres ind act 1st sg
περί-λύω
luo
pres subj act 1st sg (epic)
περί-λύω
luo
pres ind act 1st sg (epic)
περιλύ̱ω , περί-λύω
luo
pres subj act 1st sg
περιλύ̱ω , περί-λύω
luo
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιλύω — ΜΑ 1. χαλαρώνω κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο 2. καταργώ, τερματίζω, εξαλείφω …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • περίλυσις — ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω] κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου») αρχ. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσεις τίτλος έργου τού Μουσαίου …   Dictionary of Greek

  • συμπεριλύω — Α [περιλύω] 1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως 2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”